επείτε

επείτε
ἐπείτε και ἐπεί τε (Α)
όταν, αφού («εἰσέβαλε μέν νυν στρατιὴν καὶ οὗτος, ἐπείτε ἧρξε», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπείτε — ἐπεί after that ionic (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείτ' — ἐπείτε , ἐπεί after that ionic (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”